λιοτρόπι
Смотреть что такое "λιοτρόπι" в других словарях:
λιοτρόπι — το 1. λαϊκή ονομασία τού ηλιοστασίου 2. φυτό τού οποίου τα άνθη και τα φύλλα στρέφονται προς τον ήλιο … Dictionary of Greek
ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… … Dictionary of Greek
λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… … Dictionary of Greek
ηλιοτρόπιο — ηλιοτρόπιο, το και λιοτρόπι, το γενική ονομασία ορισμένων φυτών που τα φύλλα τους και τα λουλούδια τους στρέφονται προς τον ήλιο (διαφορετικό φυτό είναι ο ήλιος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)